- ἑξάδραχμον
- ἑξάδραχμονsum of six drachmaeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑξαδράχμου — ἑξάδραχμον sum of six drachmae neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάδραχμος — η, ο (Α ἑξάδραχμον, το) νεοελλ. αυτός που έχει αξία έξι δραχμών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάδραχμον το ποσό έξι δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δραχμον < δραχμή] … Dictionary of Greek